αλλαξιά

αλλαξιά
η
1. ανταλλαγή, αλλαγή
2. ενδυμασία, φορεσιά
3. (ειδικότερα) εσωτερικός ιματισμός, τα εσώρουχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλλαξ- (άλλαξα, αλλάξω) τού ρήμ. αλλάζω + παραγ. κατάλ. -ιά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξιάρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλαξιά — αλλαξιά, η και αλλαξά, η 1. αλλαγή, αντικατάσταση: Κάναμε αλλαξιά τις φωτογραφικές μας μηχανές. 2. σύνολο εσωτερικών ρούχων αλλά και εξωτερικών: Αγόρασα δυο αλλαξιές χειμωνιάτικες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλλαξη — η (Α ἄλλαξις) [ἀλλάσσω] ανταλλαγή, συναλλαγή νεοελλ. 1. αλλαγή, μετατροπή, μεταβολή 2. (για ρούχα) αλλαξιά …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • αλλαξιάρης — α, ικο [αλλαξιά] αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ευμετάβλητος, άστατος …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοφόρι — το ένδυμα καθαρό ή καινούργιο για αντικατάσταση φθαρμένου ή ακάθαρτου, αλλαξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αλλαξοφορώ, υποχωρητικό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοφοριάζω] …   Dictionary of Greek

  • μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… …   Dictionary of Greek

  • μούδα — (I) η ναυτ. οριζόντια ενισχυτική σειρά τού ιστίου, κατά μήκος τής οποίας είναι στερεωμένα μικρά και ελαφρά σχοινιά, χρήσιμα για το μουδάρισμα τού πανιού ενός ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μουδάρω*]. (II) η γυναικεία φορεσιά,… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • ανταλλάσσω — και ανταλλάζω άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, δίνω κάτι για άλλο που πήρα, κάνω αλλαξιά: Οι υπουργοί των δύο χωρών αντάλλαξαν τις σκέψεις τους για την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”